τάξι — τάξις arranging fem voc sg τάξῑ , τάξις arranging fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξί — το άκλ. (λ. γαλλ.), αγοραίο επιβατικό αυτοκίνητο με ταξίμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάξις — τάξῑς , τάξις arranging fem acc pl (epic doric ionic aeolic) τάξις arranging fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξίμετρο — Συσκευή που χρησιμοποιείται στα ταξί και δείχνει το ύψος του κομίστρου που πρέπει να πληρώσει ο επιβάτης. Πρόκειται για μηχανικό μετρητή με κύλινδρο, που παίρνει κίνηση από εύκαμπτο άξονα, ο οποίος με έναν υποπολλαπλασιαστή με οδοντωτούς τροχούς … Dictionary of Greek
πιάτσα — η, Ν 1. η πλατεία 2. αγορά, παζάρι, ευρύχωρος χώρος όπου οι πωλητές εκθέτουν για πούλημα διάφορα είδη 3. η χρηματιστηριακή αγορά («η πιάτσα σήμερα είναι χαλαρωμένη» παρατηρείται πτώση τών τιμών, δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση) 4. φρ. α) «πιάτσα ταξί»… … Dictionary of Greek
ραδιοταξί — το, Ν άκλ. ταξί εφοδιασμένο με ραδιοτηλέφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. radiotaxi < λατ. radius «ακτίνα» + taxi(βλ. ταξί)] … Dictionary of Greek
ταξιτζής — ο, θηλ. ταξιτζού, Ν οδηγός ή ιδιοκτήτης ταξί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξί + κατάλ. τζής / τζού (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
ταρίφα — (Tarifa). Πόλη και λιμάνι της Ισπανίας στην επαρχία Κάδιξ, στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Η πόλη (15.000 κάτ.) έχει μαυριτανικό φρούριο, αμφιθέατρο ταυρομαχιών, ιχθυοτροφεία και βιομηχανία διατηρημένων ψαριών. Κοντά στις ακτές της βρίσκεται το… … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek